- βρύγμα
- βρύγ-μα, ατος, τό,A a bite, gnawing, Nic.Th.483.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρύγμα — βρύγμα, το (AM) [βρύκω] πληγή από δάγκωμα … Dictionary of Greek
βρύγματα — βρύγμα a bite neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρύγματ' — βρύγματα , βρύγμα a bite neut nom/voc/acc pl βρύγματι , βρύγμα a bite neut dat sg βρύγματε , βρύγμα a bite neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρύκω — και βρύχω (Α) 1. μασώ με θόρυβο 2. τρώω λαίμαργα 3. δαγκώνω 4. κομματιάζω, κατασπαράζω 5. τρίζω τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ , που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek